διελόμενοι

διελόμενοι
διαιρέω
take apart
aor part mid masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κληρουχώ — κληρουχῶ, έω (Α) [κληρούχος] 1. είμαι κληρούχος, λαμβάνω κάτι με κλήρο, ιδίως τμήμα γης σε κατακτηθείσα χώρα («τούς κληρουχέοντας τῶν Χαλκιδέων τὴν χώρην», Ηρόδ.) 2. κληρονομώ 3. διανέμω κτήματα με κλήρο («τὸ δὲ τελευταῖον πάσας τὰς νήσους εἰς… …   Dictionary of Greek

  • κώμη — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαντινείας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νομού, 43 χλμ. ΒΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεβιδίου. 2. Ημιορεινός οικισμός… …   Dictionary of Greek

  • συνοικία — η, ΝΑ, και συFοικία και αττ. τ. ξυνοικία Α [σύνοικος] τμήμα πόλης, κωμόπολης ή χωριού με καθορισμένα τοπογραφικά όρια και ιδιαίτερη ονομασία, αλλ. γειτονιά, κν. μαχαλάς αρχ. 1. συνοίκηση 2. άθροισμα ανθρώπων που κατοικούν μαζί, κοινότητα 3. οικία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”